- ἀδολέσχου
- ἀδόλεσχοςmasc/fem/neut gen sgἀ̱δολέσχου , ἀδολέσχηςpratermasc gen sgἀ̱δολέσχου , ἀδολέσχηςpratermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.